- επιλήνια
- Αρχαίο είδος τραγουδιού που έψαλλαν προς τιμήν του Διονύσου αυτοί που πατούσαν τα σταφύλια την περίοδο του τρύγου, με συνοδεία αυλού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιλήνια — ἐπιλήνιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀπιλήνι' — ἐπιλήνια , ἐπιλήνιος of neut nom/voc/acc pl ἐπιλήνιε , ἐπιλήνιος of masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιλήνιος — ἐπιλήνιος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει στον ληνό, που γίνεται κατά το πάτημα τών σταφυλιών («ἐπιλήνιος ὕμνος, ἐπιλήνιον μέλος») 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἐπιλήνιος ονομασία τού Βάκχου 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιλήνια γιορτές τού τρύγου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
εργάτης — Εκείνος που εργάζεται κυρίως με τα χέρια του και ζει από την αμοιβή αυτής της εργασίας. Οι ε. είναι βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας και διακρίνονται σε βοηθητικούς (αυτοί που στην επιχείρηση εξυπηρετούν την κύρια παραγωγή), σε ε … Dictionary of Greek